- σωματοφύλακα
- σωματοφύλαξbodyguardmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
μαρκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Συρακουσών. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν μαθητής του Απόστολου Πέτρου. Δολοφονήθηκε από Ιουδαίους των Συρακουσών. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Μ. και Μαρτύριος οι… … Dictionary of Greek
οπλοφορώ — (Α ὁπλοφορῶ, έω) [οπλοφόρος] φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος αρχ. παθ. ὁπλοφοροῡμαι, έομαι (τινί) συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα … Dictionary of Greek
σκρίβων — ωνος, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) συν. στον πληθ. οι σκρίβωνες τάξη φρουράς τού αυτοκράτορα η οποία υπαγόταν στις διαταγές τού δομεστίκου τών εξκουβίτων και στην οποία επιλέγονταν νέοι τών οικογενειών τών ευγενών τής αυτοκρατορίας, που ασκούσαν χρέη… … Dictionary of Greek
σωματοφυλακία — ἡ, Α [σωματοφύλαξ, ακος] η ιδιότητα τού σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σωματοφυλακώ — έω, Α [σωματοφύλαξ, ακος] είμαι σωματοφύλακας, ασκώ καθήκοντα σωματοφύλακα … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Αλέξιππος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο θεράπων του βασιλιά της Αιθιοπίας Μέμνονα. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. 2. Γιατρός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον ευχαρίστησε με επιστολή του, γιατί θεράπευσε τον άρρωστο σωματοφύλακά του … Dictionary of Greek
Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… … Dictionary of Greek
Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… … Dictionary of Greek